- ζημίωμα
- ζημίωμαpenaltyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζημίωμα — ζημίωμα, τὸ (Α) [ζημιώ] 1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.) 2. πρόστιμο 3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία 4. απώλεια, φθορά, βλάβη … Dictionary of Greek
ζημιωμάτων — ζημίωμα penalty neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματα — ζημίωμα penalty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματι — ζημίωμα penalty neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματος — ζημίωμα penalty neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)